Search
Close this search box.

Ετυμολογία

οδοιπορία αρχαία ελληνική ὁδοιπορία < ὁδοιπόρος < ὁδός (=δρόμος) + πόρος (=πέρασμα, μικρό άνοιγμα)

Ουσιαστικό

οδοιπορία θηλυκό

1. η ενέργεια του οδοιπορώ, το σχετικά πολυώρο περπάτημα