Search
Close this search box.

Ετυμολογία

κυοφορώ< κύος (=φούσκωμα) + φορέω (=κουβαλάω)

ρήμα

κυοφορώ, -ούμαι, ενεργητική & παθητικής φωνής

  1. κουβαλάω ένα παιδί στην κοιλιά μου, είμαι έγκυος