Ετυμολογία
κυοφορώ< κύος (=φούσκωμα) + φορέω (=κουβαλάω)
ρήμα
κυοφορώ, -ούμαι, ενεργητική & παθητικής φωνής
- κουβαλάω ένα παιδί στην κοιλιά μου, είμαι έγκυος
Η κυριολεκτική ερμηνεία της λέξεως έχει να κάνει με το φούσκωμα στην κοιλιά της γυναικός, το οποίο προκαλείται από την ανάπτυξη του εμβρύου μέσα της και είναι το σημάδι ότι κάποια γυναίκα φέρει ένα δεύτερο άνθρωπο μέσα της.