Search
Close this search box.

Ετυμολογία

εύπλαστα < εύπλαστος + -α < εὖ + πλάσσω (πλάθω καλά, όμορφα)

Επίρρημα

εύπλαστα

που μπορεί να πλαστεί εύκολα, που μετασχηματίζεται εύκολα