Ετυμολογία
εσπερινός < αρχαία ελληνική ἑσπερινός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἑσπέρα, θηλυκό του ἕσπερος (νύχτα)
Ουσιαστικό
εσπερινός αρσενικό
εκκλησιαστική ακολουθία, που γίνεται κατά τη δύση του ήλιου και σηματοδοτεί την έναρξη της επόμενης ημέρας
![](https://dpschool.gr/wp-content/uploads/2022/05/image-3.jpeg)