Search
Close this search box.

Ετυμολογία

γανωματής < γανώματα (< γανόω / γανῶ) + -ής

Ουσιαστικό

γανωματής, ο αρσενικό

1. ο τεχνίτης που επικαλύπτει τα χάλκινα σκεύη με κασσίτερο

Γανωματής ή γανωματάς ή γανωτής ή γανωτζής ονομάζεται ο τεχνίτης που επικαλύπτει τα χάλκινα σκεύη με κασσίτερο. Ο γανωματής είναι ένα από τα πιο παλιά επαγγέλματα. Παλαιότερα, τα περισσότερα σκεύη που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι για τις καθημερινές τους δουλειές και ιδιαίτερα για τη μαγειρική ήταν χάλκινα (μπακιρένια). Αυτά με τον καιρό και με τη μεγάλη χρήση οξειδώνονταν και γίνονταν επικίνδυνα για δηλητηριάσεις. Έπρεπε λοιπόν να γανωθούν, να καλυφθεί δηλαδή η επιφάνειά τους για προστασία με ένα ειδικό μέταλλο, το καλάι (κράμα κασσίτερου).