Search
Close this search box.

Ετυμολογία

αίρεση< αἱρέω-αἱρῶ (λαμβάνω, κυριεύω).

Ουσιαστικό

αίρεση, η θηλυκό

1. προτίμηση, κλίση
2. η άλωση, ιδίως μιας πόλης
3. η εκλογή ατόμου μετά από τις εκλογές
4. δικαίωμα ή δυνατότητα υιοθέτησης μιας αντίληψης, επιλογή
5. (εκκλησιαστικά) οποιαδήποτε δοξασία περί του αληθινού Θεού ή προσώπων όπως η Παναγία που αντιβαίνει στη διδασκαλία του Ευαγγελίου και των Αγίων Πατέρων.