Ετυμολογία
αίρεση< αἱρέω-αἱρῶ (λαμβάνω, κυριεύω).
Ουσιαστικό
αίρεση, η θηλυκό
1. προτίμηση, κλίση
2. η άλωση, ιδίως μιας πόλης
3. η εκλογή ατόμου μετά από τις εκλογές
4. δικαίωμα ή δυνατότητα υιοθέτησης μιας αντίληψης, επιλογή
5. (εκκλησιαστικά) οποιαδήποτε δοξασία περί του αληθινού Θεού ή προσώπων όπως η Παναγία που αντιβαίνει στη διδασκαλία του Ευαγγελίου και των Αγίων Πατέρων.
Ως αίρεση στην Εκκλησία θεωρείται κάθε άποψη, οποιουδήποτε μέλους της, που αντιβαίνει και αλλοιώνει την αλήθεια περί του Τριαδικού Θεού ή περί της Υπεραγίας Θεοτόκου ή άλλων θεμάτων, όπως περί της λατρείας των εικόνων. Συνεχώς, μετά την περίοδο των διωγμών η Εκκλησία πολεμάται από αιρέσεις, από συνεχείς προσπάθειες δηλαδή να αλλοιωθεί η διδασκαλία του Χριστού και να υιοθετηθούν πρακτικές και διδασκαλίες διαβολικές. Οι αιρέσεις καταπολέμηθηκαν και καταπολεμούνται από συνόδους της Εκκλησίας μας, είτε τοπικές είτε Οικουμενικές.